Irini Georgi

Η σειρά που περιμέναμε

Είχα κάνει ένα βίντεο πριν λίγο καιρό, που ανέφερα στην αρχή ότι για τις γυναίκες οι έφηβοι είναι κάπως τρομακτικοί. Και είχαν εξοργιστεί πολλοί στα σχόλια, μα γιατί το λέω αυτό, τι εννοώ; Είχα πει:

 

«Τα έφηβα αγόρια περνάνε τη φάση που χρειάζεται να αποδείξουν ο ένας στον άλλον και στον έξω κόσμο την αρρενωπότητά τους, και γίνεται performance, γίνεται παράσταση, και δυστυχώς συχνά μεταφράζεται εκτός από το να φωνάζουν δυνατά και να βρίζουν, σε σκληρότητα, γιατί αυτό τους έχει μάθει η πατριαρχία. Ότι γλυκύτητα και καλοσύνη είναι σημάδια θηλυκής συμπεριφοράς και αδυναμίας, που αποφεύγονται πάση θυσία».

 

Λέω στην εισαγωγή του βιβλίου μου, που το λένε «Αυτός που θέλουν οι γυναίκες», ότι δεν θέλουν όλες οι γυναίκες το ίδιο πράγμα, γιατί οι γυναίκες είναι άνθρωποι, δεν είναι μέλισσες και δεν έχουν μυαλό κυψέλης.

 

Πιο κοντινό σε μυαλό κυψέλης δεν είναι των γυναικών, αλλά των αγοριών που γίνονται άντρες. Δεν είναι γιατί τα αγόρια είναι λιγότερο έξυπνα ή γιατί είναι απλά πλάσματα. Καμιά τέτοια μπούρδα, μην ανησυχείς.

 

Είναι εξαιτίας του man-box. Αυτά τα χαρακτηριστικά που γίνονται το αρρενωπόμετρο και τα αγόρια αξιολογούν το ένα το άλλο με βάση αυτό, κι όποιος ξεφεύγει, μένει στο περιθώριο. Γι’ αυτό είναι τόσο δύσκολο να σπάσει ο φαύλος κύκλος της στερεοτυπικής αρρενωπότητας. Από φόβο. Τα αγόρια συνεχώς ζυγίζουν το ένα το άλλο και τεστάρουν το ένα το άλλο, σε μια διαρκή προσπάθεια να αποδείξουν ότι είναι αρκετά άντρες, ώστε να μην πέσουν στην ιεραρχία και να μην κινδυνεύσουν να εξοστρακιστούν. Κράτα αυτή τη λέξη.

 

Αυτοί οι σοφιστικέ, γραμματιζούμενοι (ή posh) τύποι, που είμαστε στην άλλη πλευρά και δεν βλέπουμε το πρόβλημα, το πόσο τα αγόρια υποφέρουν, και βλέπουμε μόνο τις φωνές, τις βρισιές, το bullying και τις συμπεριφορές που ονομάζουμε «τοξική αρρενωπότητα» έχουμε ευθύνη.

 

Εμείς που λέμε τις δύσκολες λέξεις όπως το «εξοστρακίζονται» και τους αποκλείουμε, και ακριβώς την ώρα που μιλάμε για κατάργηση του προνομίου, το επιδεικνύουμε.

 

Ο θυμός προς τις δύσκολες λέξεις μου θύμισε το θεατρικό στο οποίο έκλαιγα από την αρχή μέχρι το τέλος πέρυσι, το Μια άλλη Θήβα. Που μου είχε θυμίσει ένα αγόρι με το οποίο έβγαινα κάποτε. Είχαμε γνωριστεί διαδικτυακά, οι ζωές μας παράλληλες γραμμές, δεν θα πετύχαινε ο ένας τον άλλον ποτέ ζωντανά. Τον έλεγα Μπρονξ. Είχα γράψει κάπου γι’ αυτόν:

«Το λεξιλόγιό του είναι σύνολο εκατό λέξεις, δεν τον ενδιαφέρει τίποτα που δεν έχει να κάνει με τη δική του ζωή, δεν διαβάζει τίποτα, ακόμα και ταινίες βαριέται να δει, δεν βρίσκει τίποτα ωραίο εκτός από γυναίκες, μηχανές και φαγητό, δεν έχουμε τίποτα μα τίποτα κοινό. Με βρίζει συνέχεια, με προσβάλλει, με μειώνει, σε στιγμές είναι εξουθενωτικό.

Αλλά τον αγνοώ. Δεν ξέρω πώς το έχω καταλάβει, αλλά δεν εννοεί τίποτα απ’ αυτά, και δεν δίνω σημασία, που με εντυπωσιάζω κι εγώ που το καταφέρνω, αλλά είναι σαν να νιώθει ότι πρέπει να τα πει, για να μην νομίζω ότι είναι «μαλακός», για να μην πέσει στα μάτια μου, για να κρατήσει ένα επίπεδο άγνωστο σε μένα, αόρατο, που δεν μπορώ να φανταστώ. Με βρίζει και του λέω ότι τον θέλω και μου απαντά με εκατό φιλιά, και μου λέει ότι με σκέφτεται και μετά με βρίζει ξανά, και μετά ότι με θέλει αγκαλιά.

Με έβριζε όταν του έλεγα δύσκολες λέξεις, θύμωνε που δεν καταλάβαινε, θύμωνε μαζί μου ενώ θύμωνε με τον εαυτό του.

Μια μέρα είχαμε παραγγείλει πίτσα. Καθόμαστε στο κρεβάτι, αυτός ακόμα τρώει. Εκείνη τη στιγμή έχω κάπως χαλαρώσει και ασυναίσθητα απλώνω χέρι και του χαϊδεύω το μούσι. Κρατάει μερικά δευτερόλεπτα. Γυρνάει και με κοιτάζει. Ω μαλακία έκανα, σκέφτομαι, θα με βρίσει. Λέει: «Ειρήνη, έχω πίτσα, μουσική κι εσένα να με χαϊδεύεις, δεν γίνεται πολύ καλύτερο απ’ αυτό, δεν ξέρω πώς θα μπορέσω να το ξεπεράσω». Και δεν το λέει σαρκαστικά. Αλλά μετά βέβαια το μαζεύει και με βρίζει ξανά».

 

Μερικές φορές, προλαβαίνεις να δεις το αγόρι κάτω από τη μάσκα. Μερικές φορές στο δείχνει επίτηδες, γιατί ξέρει ότι ειδικά εσύ, η γυναίκα η υπερβολικά συναισθηματική λαχταράει να το δει, είναι πολύτιμο για εκείνη και θα κάνει τα πάντα να το προστατεύσει, οπότε στο δείχνει για να σε εκμεταλλευτεί.

 

Αλλά μερικές φορές, δεν το ελέγχει και η μάσκα πέφτει. Στη θέση του άντρα είναι το αγόρι.

 

“Do you like me?”

Η απεγνωσμένη ανάγκη να μας αποδεχτούν και να μας αγαπήσουν, που την ίδια ανάγκη έχουν γυναίκες και άντρες αλλά οι άντρες επιτρέπεται να την ξεδιψάσουν μόνο με σεξ. Το ότι δεν επιτρέπεται να έχουν τίποτα άλλο, τους διαλύει, γιατί σε ένα επίπεδο το ξέρουν. Ξέρουν τι στερούνται. Βλέπουν τον μαγικό κόσμο των γυναικών με το μοίρασμα και το συναίσθημα και το άγγιγμα που δεν είναι ντροπή, τον βλέπουν από το τζάμι σαν το κοριτσάκι με τα σπίρτα, και ξέρουν ότι δεν είναι για αυτούς.

 

Μια τρυφερότητα που δεν μπορούν να αγγίξουν. Αυτό τους θυμώνει με έναν θυμό που δεν ξέρουν σε ποιον απευθύνεται, γιατί να θυμώσουν προς την κοινωνία δεν ξέρουν, και προς τον εαυτό τους ακόμα δεν μπορούν. (Θα το μάθουν αργότερα, με καταχρήσεις, εθισμούς και άλλα μέσα που θα τους βοηθήσουν να αυτοκαταστραφούν).

 

Τους θυμώνει γιατί ο θυμός είναι το μόνο επιτρεπτό αρνητικό συναίσθημα για τους άντρες, μόνο που κάτω από την κορυφή του παγόβουνου δεν είναι θυμός αλλά λύπη. Είναι λύπη, πόνος και απώλεια γι’ αυτό που ποτέ δεν είχαν, αλλά θα μπορούσαν να είχαν, αν δεν έπρεπε να είναι άντρες.

 

Κι όταν οι γυναίκες τους αρνούνται το σεξ, τη μόνη πρόσβαση που έχουν δικαίωμα να διεκδικούν στην τρυφερότητα, αυτό τους θυμώνει ακόμα πιο πολύ, με έναν θυμό που τρομάζει τις γυναίκες και τις κάνει να θυμώνουν κι εκείνες που πρέπει να φοβούνται, γι αυτό βρίζουν τους άντρες, όλους τους άντρες, τους βρίζουν και τους περιφρονούν γιατί θέλουν να μην τους φοβούνται, κι εκείνοι θυμώνουν παραπάνω και μισούν τις γυναίκες που τους αρνούνται επειδή τους φοβούνται. Πολλοί βρίσκουν παρηγοριά στης αντρόσφαιρας την αγκαλιά.

 

Ακόμα κι όταν είναι σε σχέση, πολλοί παίρνουν μόνο μια ιδέα, μια εικόνα φευγαλέα από το πώς θα μπορούσε να είναι η ελευθερία να μην φοβάσαι και τη σκιά σου σε έναν κόσμο που σε κρίνουν για την αρρενωπότητά σου, να σε δέχονται όπως είσαι και να σου λένε ότι όπως είσαι, φτάνει, μια ιδέα από το πώς μπορεί να είναι η αγάπη, αλλά τους φοβίζει αυτό το φως και η λάμψη, γιατί όλη τους τη ζωή την έχουν περάσει στο σκοτάδι.

 

Γίνονται αποφευκτικοί, γίνονται avoidant. Είναι αβάσταχτη η τρυφερότητα του «μείνε». Κι εκεί που έρχονται κοντά, φεύγουν πάλι μακριά. Δεν είναι γι αυτούς το φως. Προτιμάνε να μείνουν σε απόσταση ασφαλείας, να φοράνε για πάντα της μοναξιάς την πανοπλία, το οχυρό της αυτάρκειας και της αυτονομίας. Αυτή είναι η φυλακή της αρρενωπότητας, ακόμα και σε σχέση, ακόμα και σε γάμο. Εγώ θα φέρνω λεφτά στο σπίτι και θα σε προστατεύω (από ποιον;) εσύ θα μου έχεις φαΐ, σεξ, σπίτι καθαρό και φροντίδα όταν χρειαστεί. Με μέτρο η εγγύτητα, γιατί είναι εκτυφλωτικά τρομακτική. Κάποτε τους έκαψε και τώρα φυσάνε και το φιλί.

 

Και οι γυναίκες μένουν με την πικρία, που πικρία σημαίνει πόνος μαζί με ντροπή, πικρία από το ποτάμι τρυφερότητας που δεν έχει πού να πάει, γιατί αυτός για τον οποίο προορίζεται, αρνείται να την πάρει, εκτός κι αν είναι φροντίδα πρακτική ή εργασία ψυχική. Τρυφερότητα που παγώνει και πετρώνει αντί να ρέει από την πηγή.

 

Δεν είναι γι αυτούς το φως, εκτός κι αν είχαν την τύχη να είχαν γονείς που είχαν στην παλέτα τους όλα τα χρώματα και θέληση και δυνατότητα να ζωγραφίσουν έξω απ’ τις γραμμές. Το αόρατο προνόμιο που γίνεται καλειδοσκόπιο. Γονείς που ήταν εκεί στο συναίσθημα, γονείς ηθελημένα βαρετοί, γονείς που έδιναν απλόχερα με πράξεις και με λόγια, αγάπη και προσοχή, αγάπη γι αυτό που είσαι, ανεξάρτητα από το τι κάνεις ή πετυχαίνεις, απόλυτα προβλέψιμα, με ακατάλυτα επίμονη συνέπεια.

 

Εκτός από τους ελάχιστους που κατάφεραν να το κάνουν μόνοι τους ακόμα και με γκρίζους γονείς. Η μεγάλη υπέρβαση είναι αυτή της αρρενωπότητας. Αυτό που παρακαλάμε τους άντρες να κάνουν, αλλά δεν θα το κάνουν επειδή παρακαλάμε, όσο κι αν παρακαλάμε. Είναι singularity. Χωροχρονική μοναδικότητα. Χρειάζονται τα σωστά ερεθίσματα την κατάλληλη στιγμή, πολλές φορές στη σειρά, σε συναστρία με σειρά βιωμάτων και εμπειριών που επιβεβαιώνουν την αρχικά αδιόρατη κι αόριστη ιδέα ότι ίσως κάτι στο γνωστό σύμπαν, ίσως κάτι στον κόσμο που ξέρουμε, δεν πάει καλά.

 

Αφού η μοναδικότητα συμβεί, θέλει προσπάθεια που λίγοι είναι διατεθειμένοι να κάνουν. Θέλει περιέργεια, θέλει χρόνο και θέλει ενέργεια, μα από όλα πιο πολύ, θέλει αυτό που ακούμε στη θεραπεία, “lean into the uncomfortable”. Να γείρεις και να κάτσεις πάνω στο άβολο. Μέχρι να νιώσεις άνετα. Γιατί οι καινούριες ιδέες και πεποιθήσεις μπορεί να είναι άβολες στην αρχή, σαν καινούρια παπούτσια. Να πρέπει να τις δοκιμάσεις, να τις φορέσεις και να τις περπατήσεις, μέχρι να γίνουν ένα με σένα, να σου ταιριάζουν απόλυτα, και να μην ξανακοιτάξεις πίσω. Όχι απλώς γιατί τις επέλεξες, αλλά γιατί αν πας να ξαναφορέσεις τα παλιά ζευγάρια, αναρωτιέσαι πώς άντεχες τόσον καιρό τις σάπιες σόλες και το τρύπιο μπροστινό που μπάζει από παντού νερό.

 

«Πώς ένιωθες όταν σε κοιτούσε ο πατέρας σου και ντρεπόταν για σένα;»

Μιλάμε για το αντρικό βλέμμα προς τις γυναίκες, αλλά όχι για το αντρικό βλέμμα προς τους άντρες. Που ζυγίζει και αξιολογεί. Πόσο άντρας είσαι; Και τόσα αγόρια, τόσοι άντρες αισθάνονται ντροπή για το αντρικό βλέμμα πάνω τους που δεν τους βρίσκει αρκετούς και ντρέπεται γι αυτούς.

Ντροπή όχι για κάτι που έκαναν, αλλά γι’ αυτό που είναι.

 

«Δεν αξίζω τη ζεστή σοκολάτα, έβαλα τις φωνές».

Δεν αξίζω τόση γλυκύτητα. Δεν αξίζω τόση καλοσύνη. Δεν αξίζω αγάπη γι αυτό που είμαι, γιατί δεν είμαι αρκετά καλός. Κάτι μέσα μου ή έξω μου με αποκλείει από το προνόμιο του να με αγαπάνε γι’ αυτό που είμαι. Κάτι, κάποτε, με έκανε να το πιστέψω αυτό. Και θα το κουβαλάω μια ζωή και θα το κουβαλάνε κι όσοι βρεθούν κοντά μου, κι αν το αφήσω, θα με καθορίζει μέχρι να πεθάνω. Ή μέχρι να σκοτώσω.

 

«Πρέπει να αποδεχτούμε ότι έπρεπε να είχαμε κάνει περισσότερα».

Από αυτή τη σειρά θα θυμάσαι το αγόρι, αλλά πρέπει να θυμάσαι και τον πατέρα. Που ήταν όσο καλός μπορούσε να είναι, αλλά έπρεπε να είναι καλύτερος. Πώς να ήταν καλύτερος με τον πατέρα που είχε εκείνος; Δεν ξέρω. Ξέρω ότι το θέμα της αρρενωπότητας, είναι διαγενεακό και είναι και κοινωνικό.

 

Έπρεπε να είχαμε κάνει περισσότερα. Ποιοι; Όλοι.

 

Οι γονείς οφείλουν να είναι εκεί. Οι έφηβοι οφείλουν να αμφισβητούν τους γονείς. Να σταματούν να τους βλέπουν Θεούς, και να τους δουν ως ανθρώπους. Λίγο καημένους και ατελείς. Και οι γονείς οφείλουν να συμφιλιωθούν με την ήττα και να υποχωρούν. Αργά και προσεκτικά, με βήματα απαλά. Με ακλόνητη αγάπη και δικλείδες ασφαλείας που κανείς δεν έχει ορίσει ρητά. Αλλά μόνο έτσι μπορούν τα παιδιά να προχωρήσουν πιο μπροστά και να τους ξεπεράσουν.

 

Το χρέος δεν είναι προς την προηγούμενη αλλά προς την επόμενη γενιά.

 

Το χρέος είναι προς την επόμενη γενιά αλλά τι κάνεις όταν η επόμενη γενιά πάει πίσω αντί για μπροστά; Όταν επαν-ανακαλύπτει ψέματα που νομίζαμε ότι έχουμε ξεπεράσει οριστικά, κι επινοεί νέους τρόπους να τα πει, σε short form βίντεο με εκατομμύρια views αντί για βιβλία που κανείς δεν θα διαβάσει και άρα θα ήταν ασφαλή, όταν τα πακετάρει με νέο λαμπερό περιτύλιγμα από το baby oil στα μπράτσα των άλφα μέιλ ίνφλουενσερς στο Τίκτοκ. Κανείς δεν μας είχε προετοιμάσει για όλα αυτά.

 

Το να είσαι γονιός είναι το πιο δύσκολο επάγγελμα του κόσμου αλλά όλοι είναι καταδικασμένοι να το κάνουν ερασιτεχνικά. Αδέξια, άτσαλα, άγαρμπα (στην καλύτερη περίπτωση όλα αυτά) ή και πολύ χειρότερα. Όσα εργαλεία, βιβλία και σύμβουλοι ψυχικής υγείας και να υπάρχουν, σε έναν βαθμό, υπάρχει άγνοια. Ο κόσμος των εφήβων θα παραμένει άγνωστος για τον κόσμο των μεγάλων.

 

Κανείς δεν μας είχε προετοιμάσει ότι ενώ ένα παιδί είναι στο δωμάτιό του, ήσυχο και κάθεται στον υπολογιστή, μπορεί η ζωή του να αρχίσει να ξηλώνεται σιγά-σιγά. Αόρατα, αθόρυβα, σιωπηλά. Και τα αγόρια έχουν μάθει να μην ζητούν βοήθεια. Γιατί; Γιατί πρέπει να είναι άντρες.

 

Έπρεπε να είχαμε κάνει περισσότερα. Ποιοι; Όλοι. Τα παιδιά δεν τα μεγαλώνουν οι γονείς μόνοι τους. Δεν τα μεγαλώνουν ούτε σε φούσκα ούτε σε θερμοκήπιο. Κάθε παιδί το μεγαλώνει κάθε συμμαθητής και άρα κάθε γονιός στο σχολείο, το μεγαλώνει κάθε τι που βλέπει ή διαβάζει, το μεγαλώνει κάθε διάσημος που γίνεται πρότυπο, το μεγαλώνουν τα σόσιαλ μίντια, το μεγαλώνει η πορνογραφία. Κάθε παιδί το μεγαλώνει η κοινωνία. Το μεγαλώνουμε όλοι. Πρέπει να κάνουμε περισσότερα.

 

Share: