Irini Georgi

Η σειρά που περιμέναμε

Είχα κάνει ένα βίντεο πριν λίγο καιρό, που ανέφερα στην αρχή ότι για τις γυναίκες οι έφηβοι είναι κάπως τρομακτικοί. Και είχαν εξοργιστεί πολλοί στα σχόλια, μα γιατί το λέω αυτό, τι εννοώ; Είχα πει:

 

«Τα έφηβα αγόρια περνάνε τη φάση που χρειάζεται να αποδείξουν ο ένας στον άλλον και στον έξω κόσμο την αρρενωπότητά τους, και γίνεται performance, γίνεται παράσταση, και δυστυχώς συχνά μεταφράζεται εκτός από το να φωνάζουν δυνατά και να βρίζουν, σε σκληρότητα, γιατί αυτό τους έχει μάθει η πατριαρχία. Ότι γλυκύτητα και καλοσύνη είναι σημάδια θηλυκής συμπεριφοράς και αδυναμίας, που αποφεύγονται πάση θυσία».

 

Λέω στην εισαγωγή του βιβλίου μου, που το λένε «Αυτός που θέλουν οι γυναίκες», ότι δεν θέλουν όλες οι γυναίκες το ίδιο πράγμα, γιατί οι γυναίκες είναι άνθρωποι, δεν είναι μέλισσες και δεν έχουν μυαλό κυψέλης.

 

Πιο κοντινό σε μυαλό κυψέλης δεν είναι των γυναικών, αλλά των αγοριών που γίνονται άντρες. Δεν είναι γιατί τα αγόρια είναι λιγότερο έξυπνα ή γιατί είναι απλά πλάσματα. Καμιά τέτοια μπούρδα, μην ανησυχείς.

 

Είναι εξαιτίας του man-box. Αυτά τα χαρακτηριστικά που γίνονται το αρρενωπόμετρο και τα αγόρια αξιολογούν το ένα το άλλο με βάση αυτό, κι όποιος ξεφεύγει, μένει στο περιθώριο. Γι’ αυτό είναι τόσο δύσκολο να σπάσει ο φαύλος κύκλος της στερεοτυπικής αρρενωπότητας. Από φόβο. Τα αγόρια συνεχώς ζυγίζουν το ένα το άλλο και τεστάρουν το ένα το άλλο, σε μια διαρκή προσπάθεια να αποδείξουν ότι είναι αρκετά άντρες, ώστε να μην πέσουν στην ιεραρχία και να μην κινδυνεύσουν να εξοστρακιστούν. Κράτα αυτή τη λέξη.

 

Αυτοί οι σοφιστικέ, γραμματιζούμενοι (ή posh) τύποι, που είμαστε στην άλλη πλευρά και δεν βλέπουμε το πρόβλημα, το πόσο τα αγόρια υποφέρουν, και βλέπουμε μόνο τις φωνές, τις βρισιές, το bullying και τις συμπεριφορές που ονομάζουμε «τοξική αρρενωπότητα» έχουμε ευθύνη.

 

Εμείς που λέμε τις δύσκολες λέξεις όπως το «εξοστρακίζονται» και τους αποκλείουμε, και ακριβώς την ώρα που μιλάμε για κατάργηση του προνομίου, το επιδεικνύουμε.

 

Ο θυμός προς τις δύσκολες λέξεις μου θύμισε το θεατρικό στο οποίο έκλαιγα από την αρχή μέχρι το τέλος πέρυσι, το Μια άλλη Θήβα. Που μου είχε θυμίσει ένα αγόρι με το οποίο έβγαινα κάποτε. Είχαμε γνωριστεί διαδικτυακά, οι ζωές μας παράλληλες γραμμές, δεν θα πετύχαινε ο ένας τον άλλον ποτέ ζωντανά. Τον έλεγα Μπρονξ. Είχα γράψει κάπου γι’ αυτόν:

«Το λεξιλόγιό του είναι σύνολο εκατό λέξεις, δεν τον ενδιαφέρει τίποτα που δεν έχει να κάνει με τη δική του ζωή, δεν διαβάζει τίποτα, ακόμα και ταινίες βαριέται να δει, δεν βρίσκει τίποτα ωραίο εκτός από γυναίκες, μηχανές και φαγητό, δεν έχουμε τίποτα μα τίποτα κοινό. Με βρίζει συνέχεια, με προσβάλλει, με μειώνει, σε στιγμές είναι εξουθενωτικό.

Αλλά τον αγνοώ. Δεν ξέρω πώς το έχω καταλάβει, αλλά δεν εννοεί τίποτα απ’ αυτά, και δεν δίνω σημασία, που με εντυπωσιάζω κι εγώ που το καταφέρνω, αλλά είναι σαν να νιώθει ότι πρέπει να τα πει, για να μην νομίζω ότι είναι «μαλακός», για να μην πέσει στα μάτια μου, για να κρατήσει ένα επίπεδο άγνωστο σε μένα, αόρατο, που δεν μπορώ να φανταστώ. Με βρίζει και του λέω ότι τον θέλω και μου απαντά με εκατό φιλιά, και μου λέει ότι με σκέφτεται και μετά με βρίζει ξανά, και μετά ότι με θέλει αγκαλιά.

Με έβριζε όταν του έλεγα δύσκολες λέξεις, θύμωνε που δεν καταλάβαινε, θύμωνε μαζί μου ενώ θύμωνε με τον εαυτό του.

Μια μέρα είχαμε παραγγείλει πίτσα. Καθόμαστε στο κρεβάτι, αυτός ακόμα τρώει. Εκείνη τη στιγμή έχω κάπως χαλαρώσει και ασυναίσθητα απλώνω χέρι και του χαϊδεύω το μούσι. Κρατάει μερικά δευτερόλεπτα. Γυρνάει και με κοιτάζει. Ω μαλακία έκανα, σκέφτομαι, θα με βρίσει. Λέει: «Ειρήνη, έχω πίτσα, μουσική κι εσένα να με χαϊδεύεις, δεν γίνεται πολύ καλύτερο απ’ αυτό, δεν ξέρω πώς θα μπορέσω να το ξεπεράσω». Και δεν το λέει σαρκαστικά. Αλλά μετά βέβαια το μαζεύει και με βρίζει ξανά».

 

Μερικές φορές, προλαβαίνεις να δεις το αγόρι κάτω από τη μάσκα. Μερικές φορές στο δείχνει επίτηδες, γιατί ξέρει ότι ειδικά εσύ, η γυναίκα η υπερβολικά συναισθηματική λαχταράει να το δει, είναι πολύτιμο για εκείνη και θα κάνει τα πάντα να το προστατεύσει, οπότε στο δείχνει για να σε εκμεταλλευτεί.

 

Αλλά μερικές φορές, δεν το ελέγχει και η μάσκα πέφτει. Στη θέση του άντρα είναι το αγόρι.

 

“Do you like me?”

Η απεγνωσμένη ανάγκη να μας αποδεχτούν και να μας αγαπήσουν, που την ίδια ανάγκη έχουν γυναίκες και άντρες αλλά οι άντρες επιτρέπεται να την ξεδιψάσουν μόνο με σεξ. Το ότι δεν επιτρέπεται να έχουν τίποτα άλλο, τους διαλύει, γιατί σε ένα επίπεδο το ξέρουν. Ξέρουν τι στερούνται. Βλέπουν τον μαγικό κόσμο των γυναικών με το μοίρασμα και το συναίσθημα και το άγγιγμα που δεν είναι ντροπή, τον βλέπουν από το τζάμι σαν το κοριτσάκι με τα σπίρτα, και ξέρουν ότι δεν είναι για αυτούς.

 

Μια τρυφερότητα που δεν μπορούν να αγγίξουν. Αυτό τους θυμώνει με έναν θυμό που δεν ξέρουν σε ποιον απευθύνεται, γιατί να θυμώσουν προς την κοινωνία δεν ξέρουν, και προς τον εαυτό τους ακόμα δεν μπορούν. (Θα το μάθουν αργότερα, με καταχρήσεις, εθισμούς και άλλα μέσα που θα τους βοηθήσουν να αυτοκαταστραφούν).

 

Τους θυμώνει γιατί ο θυμός είναι το μόνο επιτρεπτό αρνητικό συναίσθημα για τους άντρες, μόνο που κάτω από την κορυφή του παγόβουνου δεν είναι θυμός αλλά λύπη. Είναι λύπη, πόνος και απώλεια γι’ αυτό που ποτέ δεν είχαν, αλλά θα μπορούσαν να είχαν, αν δεν έπρεπε να είναι άντρες.

 

Κι όταν οι γυναίκες τους αρνούνται το σεξ, τη μόνη πρόσβαση που έχουν δικαίωμα να διεκδικούν στην τρυφερότητα, αυτό τους θυμώνει ακόμα πιο πολύ, με έναν θυμό που τρομάζει τις γυναίκες και τις κάνει να θυμώνουν κι εκείνες που πρέπει να φοβούνται, γι αυτό βρίζουν τους άντρες, όλους τους άντρες, τους βρίζουν και τους περιφρονούν γιατί θέλουν να μην τους φοβούνται, κι εκείνοι θυμώνουν παραπάνω και μισούν τις γυναίκες που τους αρνούνται επειδή τους φοβούνται. Πολλοί βρίσκουν παρηγοριά στης αντρόσφαιρας την αγκαλιά.

 

Ακόμα κι όταν είναι σε σχέση, πολλοί παίρνουν μόνο μια ιδέα, μια εικόνα φευγαλέα από το πώς θα μπορούσε να είναι η ελευθερία να μην φοβάσαι και τη σκιά σου σε έναν κόσμο που σε κρίνουν για την αρρενωπότητά σου, να σε δέχονται όπως είσαι και να σου λένε ότι όπως είσαι, φτάνει, μια ιδέα από το πώς μπορεί να είναι η αγάπη, αλλά τους φοβίζει αυτό το φως και η λάμψη, γιατί όλη τους τη ζωή την έχουν περάσει στο σκοτάδι.

 

Γίνονται αποφευκτικοί, γίνονται avoidant. Είναι αβάσταχτη η τρυφερότητα του «μείνε». Κι εκεί που έρχονται κοντά, φεύγουν πάλι μακριά. Δεν είναι γι αυτούς το φως. Προτιμάνε να μείνουν σε απόσταση ασφαλείας, να φοράνε για πάντα της μοναξιάς την πανοπλία, το οχυρό της αυτάρκειας και της αυτονομίας. Αυτή είναι η φυλακή της αρρενωπότητας, ακόμα και σε σχέση, ακόμα και σε γάμο. Εγώ θα φέρνω λεφτά στο σπίτι και θα σε προστατεύω (από ποιον;) εσύ θα μου έχεις φαΐ, σεξ, σπίτι καθαρό και φροντίδα όταν χρειαστεί. Με μέτρο η εγγύτητα, γιατί είναι εκτυφλωτικά τρομακτική. Κάποτε τους έκαψε και τώρα φυσάνε και το φιλί.

 

Και οι γυναίκες μένουν με την πικρία, που πικρία σημαίνει πόνος μαζί με ντροπή, πικρία από το ποτάμι τρυφερότητας που δεν έχει πού να πάει, γιατί αυτός για τον οποίο προορίζεται, αρνείται να την πάρει, εκτός κι αν είναι φροντίδα πρακτική ή εργασία ψυχική. Τρυφερότητα που παγώνει και πετρώνει αντί να ρέει από την πηγή.

 

Δεν είναι γι αυτούς το φως, εκτός κι αν είχαν την τύχη να είχαν γονείς που είχαν στην παλέτα τους όλα τα χρώματα και θέληση και δυνατότητα να ζωγραφίσουν έξω απ’ τις γραμμές. Το αόρατο προνόμιο που γίνεται καλειδοσκόπιο. Γονείς που ήταν εκεί στο συναίσθημα, γονείς ηθελημένα βαρετοί, γονείς που έδιναν απλόχερα με πράξεις και με λόγια, αγάπη και προσοχή, αγάπη γι αυτό που είσαι, ανεξάρτητα από το τι κάνεις ή πετυχαίνεις, απόλυτα προβλέψιμα, με ακατάλυτα επίμονη συνέπεια.

 

Εκτός από τους ελάχιστους που κατάφεραν να το κάνουν μόνοι τους ακόμα και με γκρίζους γονείς. Η μεγάλη υπέρβαση είναι αυτή της αρρενωπότητας. Αυτό που παρακαλάμε τους άντρες να κάνουν, αλλά δεν θα το κάνουν επειδή παρακαλάμε, όσο κι αν παρακαλάμε. Είναι singularity. Χωροχρονική μοναδικότητα. Χρειάζονται τα σωστά ερεθίσματα την κατάλληλη στιγμή, πολλές φορές στη σειρά, σε συναστρία με σειρά βιωμάτων και εμπειριών που επιβεβαιώνουν την αρχικά αδιόρατη κι αόριστη ιδέα ότι ίσως κάτι στο γνωστό σύμπαν, ίσως κάτι στον κόσμο που ξέρουμε, δεν πάει καλά.

 

Αφού η μοναδικότητα συμβεί, θέλει προσπάθεια που λίγοι είναι διατεθειμένοι να κάνουν. Θέλει περιέργεια, θέλει χρόνο και θέλει ενέργεια, μα από όλα πιο πολύ, θέλει αυτό που ακούμε στη θεραπεία, “lean into the uncomfortable”. Να γείρεις και να κάτσεις πάνω στο άβολο. Μέχρι να νιώσεις άνετα. Γιατί οι καινούριες ιδέες και πεποιθήσεις μπορεί να είναι άβολες στην αρχή, σαν καινούρια παπούτσια. Να πρέπει να τις δοκιμάσεις, να τις φορέσεις και να τις περπατήσεις, μέχρι να γίνουν ένα με σένα, να σου ταιριάζουν απόλυτα, και να μην ξανακοιτάξεις πίσω. Όχι απλώς γιατί τις επέλεξες, αλλά γιατί αν πας να ξαναφορέσεις τα παλιά ζευγάρια, αναρωτιέσαι πώς άντεχες τόσον καιρό τις σάπιες σόλες και το τρύπιο μπροστινό που μπάζει από παντού νερό.

 

«Πώς ένιωθες όταν σε κοιτούσε ο πατέρας σου και ντρεπόταν για σένα;»

Μιλάμε για το αντρικό βλέμμα προς τις γυναίκες, αλλά όχι για το αντρικό βλέμμα προς τους άντρες. Που ζυγίζει και αξιολογεί. Πόσο άντρας είσαι; Και τόσα αγόρια, τόσοι άντρες αισθάνονται ντροπή για το αντρικό βλέμμα πάνω τους που δεν τους βρίσκει αρκετούς και ντρέπεται γι αυτούς.

Ντροπή όχι για κάτι που έκαναν, αλλά γι’ αυτό που είναι.

 

«Δεν αξίζω τη ζεστή σοκολάτα, έβαλα τις φωνές».

Δεν αξίζω τόση γλυκύτητα. Δεν αξίζω τόση καλοσύνη. Δεν αξίζω αγάπη γι αυτό που είμαι, γιατί δεν είμαι αρκετά καλός. Κάτι μέσα μου ή έξω μου με αποκλείει από το προνόμιο του να με αγαπάνε γι’ αυτό που είμαι. Κάτι, κάποτε, με έκανε να το πιστέψω αυτό. Και θα το κουβαλάω μια ζωή και θα το κουβαλάνε κι όσοι βρεθούν κοντά μου, κι αν το αφήσω, θα με καθορίζει μέχρι να πεθάνω. Ή μέχρι να σκοτώσω.

 

«Πρέπει να αποδεχτούμε ότι έπρεπε να είχαμε κάνει περισσότερα».

Από αυτή τη σειρά θα θυμάσαι το αγόρι, αλλά πρέπει να θυμάσαι και τον πατέρα. Που ήταν όσο καλός μπορούσε να είναι, αλλά έπρεπε να είναι καλύτερος. Πώς να ήταν καλύτερος με τον πατέρα που είχε εκείνος; Δεν ξέρω. Ξέρω ότι το θέμα της αρρενωπότητας, είναι διαγενεακό και είναι και κοινωνικό.

 

Έπρεπε να είχαμε κάνει περισσότερα. Ποιοι; Όλοι.

 

Οι γονείς οφείλουν να είναι εκεί. Οι έφηβοι οφείλουν να αμφισβητούν τους γονείς. Να σταματούν να τους βλέπουν Θεούς, και να τους δουν ως ανθρώπους. Λίγο καημένους και ατελείς. Και οι γονείς οφείλουν να συμφιλιωθούν με την ήττα και να υποχωρούν. Αργά και προσεκτικά, με βήματα απαλά. Με ακλόνητη αγάπη και δικλείδες ασφαλείας που κανείς δεν έχει ορίσει ρητά. Αλλά μόνο έτσι μπορούν τα παιδιά να προχωρήσουν πιο μπροστά και να τους ξεπεράσουν.

 

Το χρέος δεν είναι προς την προηγούμενη αλλά προς την επόμενη γενιά.

 

Το χρέος είναι προς την επόμενη γενιά αλλά τι κάνεις όταν η επόμενη γενιά πάει πίσω αντί για μπροστά; Όταν επαν-ανακαλύπτει ψέματα που νομίζαμε ότι έχουμε ξεπεράσει οριστικά, κι επινοεί νέους τρόπους να τα πει, σε short form βίντεο με εκατομμύρια views αντί για βιβλία που κανείς δεν θα διαβάσει και άρα θα ήταν ασφαλή, όταν τα πακετάρει με νέο λαμπερό περιτύλιγμα από το baby oil στα μπράτσα των άλφα μέιλ ίνφλουενσερς στο Τίκτοκ. Κανείς δεν μας είχε προετοιμάσει για όλα αυτά.

 

Το να είσαι γονιός είναι το πιο δύσκολο επάγγελμα του κόσμου αλλά όλοι είναι καταδικασμένοι να το κάνουν ερασιτεχνικά. Αδέξια, άτσαλα, άγαρμπα (στην καλύτερη περίπτωση όλα αυτά) ή και πολύ χειρότερα. Όσα εργαλεία, βιβλία και σύμβουλοι ψυχικής υγείας και να υπάρχουν, σε έναν βαθμό, υπάρχει άγνοια. Ο κόσμος των εφήβων θα παραμένει άγνωστος για τον κόσμο των μεγάλων.

 

Κανείς δεν μας είχε προετοιμάσει ότι ενώ ένα παιδί είναι στο δωμάτιό του, ήσυχο και κάθεται στον υπολογιστή, μπορεί η ζωή του να αρχίσει να ξηλώνεται σιγά-σιγά. Αόρατα, αθόρυβα, σιωπηλά. Και τα αγόρια έχουν μάθει να μην ζητούν βοήθεια. Γιατί; Γιατί πρέπει να είναι άντρες.

 

Έπρεπε να είχαμε κάνει περισσότερα. Ποιοι; Όλοι. Τα παιδιά δεν τα μεγαλώνουν οι γονείς μόνοι τους. Δεν τα μεγαλώνουν ούτε σε φούσκα ούτε σε θερμοκήπιο. Κάθε παιδί το μεγαλώνει κάθε συμμαθητής και άρα κάθε γονιός στο σχολείο, το μεγαλώνει κάθε τι που βλέπει ή διαβάζει, το μεγαλώνει κάθε διάσημος που γίνεται πρότυπο, το μεγαλώνουν τα σόσιαλ μίντια, το μεγαλώνει η πορνογραφία. Κάθε παιδί το μεγαλώνει η κοινωνία. Το μεγαλώνουμε όλοι. Πρέπει να κάνουμε περισσότερα.

 

Share:

Άντρες και ευαλωτότητα

Η ευαλωτότητα έχει γίνει το νέο buzzword στις σχέσεις, όπως ήταν η λέξη ενσυναίσθηση πριν από μερικά χρόνια. Με δεδομένο ότι οι γυναίκες στρέφονται σε συντριπτικά μεγαλύτερα ποσοστά από ό,τι οι άντρες σε θεραπεία και συμβουλευτική, που τις βοηθάει να εξερευνήσουν και να ανακαλύψουν τον συναισθηματικό τους κόσμο, υπάρχει η απαίτηση και από τους άντρες να εξελιχθούν κι εκείνοι ώστε να μην μένουν πίσω.

Αυτό το αίτημα των γυναικών συνήθως πάει άπατο. Ναι μεν οι άντρες θα ήθελαν να μπορούν να τολμήσουν την ευαλωτότητα, μια και ακούγεται υπέροχη ως υπόσχεση, αλλά παράλληλα υπάρχει εσωτερικό φρένο ή πάλη με τις κοινωνικές προσδοκίες της αρρενωπότητας και του ρόλου των αντρών εδώ και αιώνες.

Κατά την παραδοσιακή της έννοια, η ευαλωτότητα υπονοεί αδυναμία. Ορίζεται ως η κατάσταση κατά την οποία κάποιος εκτίθεται στην πιθανότητα επίθεσης ή βλάβης, σωματικής ή συναισθηματικής.

Από την άλλη, οι κοινωνικοί ρόλοι για τους οποίους οι άντρες ιστορικά απολάμβαναν εκτίμηση και σεβασμό, είχαν δομηθεί γύρω από τη δύναμη και την παροχή προστασίας και πόρων σε σωματικά ασθενέστερους.

Το να σου ζητείται να είσαι ευάλωτος ως άντρας, είναι σχεδόν απειλή, αν λάβουμε υπόψη τα αφηγήματα που συντηρούν τη στερεοτυπική αρρενωπότητα και έχουν κάνει τους άντρες να αποφεύγουν πάση θυσία οτιδήποτε τους κάνει να φαίνονται αδύναμοι και που αποκαλύπτει πιθανές τους ανεπάρκειες. Αν δεν ανταποκρίνονται στα κοινωνικά πρότυπα, νιώθουν ότι δεν αξίζουν, και τότε πυροδοτείται ο φόβος απόρριψης και εξοστρακισμού στο περιθώριο.

Ως μέρος των νεολιθικών στρατηγικών επιβίωσης του είδους, οι άντρες έμαθαν να αξιολογούν ο ένας τον άλλον με μια ματιά, για να τσεκάρουν πιθανές αδυναμίες. Οι άντρες που εμφάνιζαν σημάδια αδυναμίας ή ανικανότητας, αποτελούσαν απειλή για ολόκληρη τη φυλή και κινδύνευαν να εξοστρακιστούν. Υποτιμούταν η αξία τους ως σύντροφοι και υποβιβαζόταν η κοινωνική τους θέση. Θα ήταν λοιπόν λογικό, ως στρατηγική επιβίωσης, οι άντρες να έχουν την τάση να προσπαθούν να κρύψουν οποιοδήποτε σημάδι αδυναμίας.

Η Brené Brown, που έχει κάνει αποστολή της το να μελετά τις επιπτώσεις της ντροπής στην ανθρώπινη κατάσταση, ορίζει την ευαλωτότητα ως την αβεβαιότητα, τον κίνδυνο και τη συναισθηματική έκθεση. Αυτός ο επαναπροσδιορισμός της έννοιας βοηθάει να αναγνωρίσουμε τη γενναιότητα και το θάρρος που εκδηλώνονται σε σκόπιμες πράξεις ευαλωτότητας.

Η επίδειξη γενναιότητας προκαλεί σεβασμό και θαυμασμό, όχι μόνο από άντρες αλλά και από πιθανές συντρόφους. Είναι επίσης αναπόσπαστο μέρος της κουλτούρας του «άντρα-πολεμιστή» που έχουμε κληρονομήσει επιγενετικά, και μέσω των μύθων κάθε πολιτισμού.

Βέβαια, βρισκόμαστε σε μια εποχή όπου μεγάλο μέρος του ανεπτυγμένου κόσμου δεν ζει πλέον με τη συνεχή απειλή του πολέμου και της βίας (οκέι, τα πράγματα έχουν χειροτερέψει, αλλά και πάλι). Έχουμε περισσότερη σωματική ασφάλεια από ποτέ. Ο βασικός λόγος για τον οποίο χρειαζόμαστε την προστασία των αντρών, είναι για να μας προστατεύουν από άλλους άντρες.

Μιλάμε συχνά για την κρίση της αντρικής ταυτότητας και την κατάρρευση του στερεοτυπικού ρόλου των αντρών, και αυτό είναι το θέμα. Ότι κατά έναν τρόπο, το ότι δεν τους έχουμε πια ανάγκη για προστασία, έχει κάνει τους άντρες να νιώθουν ευάλωτοι εκ προοιμίου, γιατί έχασαν την αίσθηση αξίας και σκοπού.

Εν τω μεταξύ, το να τους χρειάζονται αποτελεί την πρωταρχική υπαρξιακή ανάγκη των αντρών. Οι άντρες έχουν ανάγκη να τους έχουν ανάγκη, κι αυτό αποκαλύπτεται και με έρευνες στην Αμερική όπου κατέγραψαν μοτίβα σε σημειώματα αυτοκτονίας. Το «δεν με χρειάζεται κανείς, είμαι άχρηστος» είναι το πιο συνηθισμένο μήνυμα που αφήνουν οι άντρες πριν αφαιρέσουν τη ζωή τους.

Η οικονομική ανεξαρτητοποίηση των γυναικών άφησε κι αυτή ένα κενό στο νόημα και στον σκοπό ζωής των αντρών, καθώς τους χρειάζονται όλο και λιγότερο να είναι κουβαλητές και να παρέχουν. Γιατί τις τελευταίες δεκαετίες, οι γυναίκες μεγάλωσαν μαθαίνοντας να παρέχουν εκείνες για τις ίδιες, και να φροντίζουν και να συντηρούν τον εαυτό τους. Περιμένουμε από τους άντρες να προσαρμοστούν σ’ αυτή τη μεταβαλλόμενη πολιτιστική χιονοστιβάδα, σε λίγες μόνο γενιές. Αυτό δεν είναι το πιο απλό πράγμα στον κόσμο.

Η κοινή πεποίθηση είναι ότι το να είμαστε ευάλωτοι σημαίνει απλώς να βάζουμε τον εαυτό μας να εκφράσει τα βαθύτερα συναισθήματά του. Αν και αυτό είναι μια έκφραση ευαλωτότητας, δεν είναι η μόνη. Ευαλωτότητα είναι και το να ζητάς αυτό που θέλεις, να θέτεις όρια, να ζητάς βοήθεια, να δείχνεις τη μη-σωματική δύναμή σου, να δοκιμάζεις κάτι καινούριο με την πιθανότητα να αποτύχεις, να προσεγγίζεις ένα πιθανό ταίρι με την πιθανότητα να σε απορρίψει.

Ουσιαστικά, όποτε αντιμετωπίζουμε ένα ρίσκο, που περιλαμβάνει την πιθανότητα να αμφισβητηθεί ένα κομμάτι της ταυτότητάς μας, αναπόφευκτα θα αισθανθούμε ευαλωτότητα.

Αλλά ποια είναι η αξία της ευαλωτότητας;

Στις πιο στενές μας σχέσεις, η ευαλωτότητα είναι προάγγελος εγγύτητας (intimacy). Η εγγύτητα είναι η τροφή για μια υγιή σχέση. Όταν αποκαλύπτουμε την αλήθεια μας, προσκαλούμε τον άλλον σ’ αυτό που είμαστε πραγματικά, στον αυθεντικό εαυτό μας, κι αυτή η πρόσκληση είναι άνοιγμα για σύνδεση. Και βέβαια χτίζει εμπιστοσύνη. Γιατί όταν τολμάμε να βγάλουμε για λίγο την πανοπλία και να δείξουμε τη μαλακή κοιλίτσα της ανθρωπινότητάς μας, λέμε στον άλλον ότι δεν έχουμε κάτι να κρύψουμε και δεν αποτελούμε απειλή.

Οι περισσότεροι άνθρωποι κρύβουν την αλήθεια τους ως στρατηγική για να διατηρήσουν μια αίσθηση ελέγχου στο πώς τους αντιλαμβάνονται οι άλλοι και μια αίσθηση ασφάλειας, μην ταράζοντας τα νερά. Συχνά, αυτό είναι σοφή επιλογή. Το «κίνημα της ευαλωτότητας» δεν υποστηρίζει την πλήρη κατάρρευση των κοινωνικών φίλτρων. (Παρόλο που υποστηρίζουμε την κατάρρευση πολλών κοινωνικών συστημάτων).

Η υγιής ευαλωτότητα απαιτεί φίλτρα. Απαιτεί την ικανότητα να μπορείς να διακρίνεις τι είναι καλή ιδέα να μοιραστείς, με ποιον θα το μοιραστείς, και πότε είναι η κατάλληλη στιγμή. Θέλει κοινή λογική αλλά θέλει και να δοκιμάσεις και να μάθεις. Είναι και θέμα αυτού που λέμε personal growth, δηλαδή προσωπική εξέλιξη. Το κλισέ ότι η εξέλιξη συμβαίνει στην άκρη του comfort zone μας, δηλαδή στις παρυφές του άβολου, είναι πέρα για πέρα αληθινό.

Αν δεν τολμήσουμε να εξερευνήσουμε τις αχαρτογράφητες πεδιάδες του άγνωστου, δεν έχουμε την πρόσβαση σε νέες πιθανότητες. Σε αυτό το μαγικό που θα μπορούσε ίσως να συμβεί. Αν πάντα μάς τραβάμε το λουρί πίσω στο γνώριμο και ασφαλές, ο κόσμος μας γίνεται πιο μικρός. Η ευαλωτότητα ζητάει να αντιμετωπίσουμε τον φόβο μας και να κάνουμε άλμα πίστης χωρίς να ξέρουμε αν θα έχουμε σταθερό έδαφος για να προσγειωθούμε. Και η αλήθεια είναι ότι μπορεί και να φάμε τα μούτρα μας, αλλά ακόμα κι αυτό, μερικές φορές, είναι δώρο.

Μπορεί να καταλήξουμε με μελανιές ή και ουλές, αλλά με κάθε άλμα μαθαίνουμε πώς να πέφτουμε πιο σωστά, πιο μαλακά, και ίσως γινόμαστε πιο ευέλικτοι, πιο ανθεκτικοί, και η πτώση από το επόμενο άλμα δεν θα πονάει τόσο πολύ.

Αλλά, μπορεί ένας άντρας να είναι ευάλωτος και να είναι ελκυστικός στις γυναίκες;

Αρχικά, όλες οι γυναίκες δεν είναι ίδιες. Δεν μεγάλωσαν στην ίδια οικογένεια, στην ίδια πόλη, στην ίδια χώρα, στην ίδια κουλτούρα και με την ίδια θρησκεία. Έχουν διαφορετικά τραύματα, διαφορετικές προσλαμβάνουσες, διαφορετικά βιώματα, διαφορετικές εμπειρίες, ανάγκες και επιθυμίες. Όλοι αυτοί οι παράγοντες επηρεάζουν το τι είναι ελκυστικό για μια γυναίκα.

Παρόλα αυτά, υπάρχουν κάποιες γενικές αρχές που επιβεβαιώνονται καθολικά. Η επιτέλεση της ευαλωτότητας που γίνεται είτε για έγκριση είτε από ντροπή ή ως αρνητική αυτοκριτική, και προέρχεται από αποδυναμωμένο κομμάτι του εαυτού, δεν είναι ελκυστική. Μπορεί μάλιστα και να είναι και πολύ άβολη για μια γυναίκα, η οποία συχνά δεν ξέρει τι να κάνει με αυτόν τον άντρα που κλαίει και φαίνεται να μην μπορεί να φροντίσει ούτε τον εαυτό του, πόσο μάλλον εκείνη. Αυτή είναι μια δύσκολη αλήθεια που συζητιέται συχνά μεταξύ σχεσιακών θεραπευτών. Οι γυναίκες θέλουν άντρες που δείχνουν ευαλωτότητα, αλλά συχνά τρομοκρατούνται όταν είναι εκεί να τη δουν.

Από την άλλη πλευρά, η αντρική ευαλωτότητα είναι ελκυστική όταν είναι κομμάτι της αλήθειας ενός άντρα. Όταν γίνεται με αναπολογητικό τρόπο και από το ενδυναμωμένο κομμάτι του εαυτού. Όταν ο άλλος έχει αποδεχτεί τον εαυτό του και δεν αυτομαστιγώνεται για τα ελλείμματά του, αλλά κάνει τη δουλειά και προσπαθεί να εξελιχτεί. Ακόμα κι αν κλαίει. Αυτό είναι δύναμη, όχι αδυναμία. Είναι η δύναμη να αποκαλύπτεις μια ατελή πλευρά του εαυτού σου, χωρίς να καταρρέεις και χωρίς να παρακαλάς για αποδοχή και επιβεβαίωση.

Αυτή η ευαλωτότητα είναι άσκηση θάρρους. Είναι το να παίρνεις την απόφαση να το πεις κι ας πέσει κάτω, να το κάνεις, κι ας φας τα μούτρα σου. Να πιστέψεις σε κάτι μεγαλύτερο από τις δικές σου ανασφάλειες. Να δράσεις χωρίς να χρειάζεται να προστατεύσεις το εύθραυστο εγώ σου ή την αστραφτερή ταυτότητα που έχεις χτίσει με κόπο. Χωρίς το ρίσκο του να αποκαλύψουμε ποιοι είμαστε, τι θα θέλαμε πραγματικά και τι δεν αντέχουμε πια, οι σχέσεις δεν εκπληρώνουν την αποστολή τους. Στεγνώνουν, αποστειρώνονται και χάνουν το νόημά τους. Η συναισθηματική εγγύτητα είναι το ζουμί, το μαγικό ελιξίριο που μας αποκαλύπτει το άλλο άτομο στην πολυεπίπεδη ολότητά του, και που βοηθάει τη σχέση να παραμένει ζωντανή.

Η ευαλωτότητα δεν είναι εύκολη υπόθεση, αλλά αυτή είναι η φύση της. Οι άντρες μπορούν να διαλέξουν να παραμείνουν προσκολλημένοι στα ξεπερασμένα πρότυπα αρρενωπότητας, ή να γίνουν μέρος της νέας γενιάς αντρών που διαλέγουν τις ισότιμες, αμοιβαίες και αυθεντικές σχέσεις.

 

Share:

Αρρενωπότητα, οικογένεια, τραύμα & ερωτικές σχέσεις

Λίγα λόγια γιατί τα πράγματα είναι όπως είναι

Για τη γιορτή του πατέρα, έλεγα ότι από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της μεταφεμινιστικής κοινωνίας, είναι η αναθεωρημένη ιδέα της πατρότητας. Τα παιδιά δεν είναι πια γυναικεία υπόθεση και αποκλειστική ευθύνη της μάνας. Οι μπαμπάδες του σήμερα δεν είναι οι απόντες “τουρίστες” μπαμπάδες που ήταν ο κανόνας στις προηγούμενες γενιές. Αυτή είναι τεράστια νίκη ενάντια στις επιταγές της στερεοτυπικής αρρενωπότητας. Τρυφεροί, στοργικοί μπαμπάδες που είναι εκεί. Κι έκλεινα «αν είσαι άντρας και θες να κάνεις οικογένεια, αυτός είναι ο στόχος. Να μην είσαι κομπάρσος στη ζωή των παιδιών σου αλλά αγαπημένος πρωταγωνιστής».

Μόνο που χρειάζεται να πούμε και κάτι ακόμα. Ότι το γεγονός ότι οι πατεράδες στις παλιότερες γενιές ήταν απόντες, ακόμα κι όταν ήταν εκεί, ήταν η πιο ανώδυνη πλευρά του νομίσματος.

Υπάρχει όρος για το πατρικό τραύμα. Λέγεται father wound. Είναι ένα τραύμα που ενώ θεωρείται ψυχικό, κατά μία έννοια, είναι συστημικό, είναι κοινωνικό. Η ρίζα του ξεκινά από το πώς η κοινωνία μαθαίνει στους άντρες να είναι άντρες. (Και δεν περιλαμβάνει το πώς να είναι καλοί μπαμπάδες).

Πολλοί πατεράδες δεν ήταν μόνο απόντες. Δεν ήταν απλώς avoidants (δηλαδή αποστασιοποιημένοι, με αποφευκτικό τύπο προσκόλλησης), που δεν ήξεραν πώς να εκφράσουν συναισθήματα και ντρέπονταν να πουν «σ’ αγαπώ». Αυτοί έστω, μπορεί να το έδειχναν. Δεν είναι σίγουρο, αλλά είναι πιθανό.

Μιλάμε όμως και για πατεράδες που μπορεί να προκαλούσαν φόβο. Είναι αδιανόητα επώδυνο και μπερδευτικό να φοβάσαι έναν άνθρωπο που ο ρόλος του είναι να σε προστατεύει. Ακόμα πιο μπερδευτικό, το να τον λατρεύεις και να τον εξιδανικεύεις, και κάποιες στιγμές να αισθάνεσαι ότι σε αγαπάει κι εκείνος, αλλά άλλες στιγμές, να τον τρέμεις.

Να φοβάσαι έναν άνθρωπο που ρόλος του ήταν να σε κάνει να αισθάνεσαι ασφάλεια. Έναν άνθρωπο που έκανες ό,τι μπορούσες για να σε αγαπήσει και να σε αποδεχτεί. Όμως σε έκανε να νιώθεις ότι αυτό που είσαι, δεν αρκεί.

Να φοβάσαι έναν άνθρωπο που δεν ήξερες πότε θα θυμώσει και πότε θα εκραγεί. Με μια μάνα που έδειχνε την έγκρισή της ή σιωπηλή αποδοχή, ή απλώς το επέτρεπε ή δεν είχε επιλογή.

Να φοβάσαι έναν άνθρωπο που δεν ήξερες πότε θα τον κάνεις να σε κριτικάρει, να σε κοροϊδέψει, να σε χλευάσει, να σε ντροπιάσει, να σε τιμωρήσει με απόρριψη, αν όχι με τιμωρία σωματική. Γιατί μην γελιόμαστε, μέχρι προχτές, το ξύλο στα παιδιά, ήταν σιωπηλά αποδεκτό. Για τα αγόρια, απόλυτα επιτρεπτό.

Πατεράδες που προς τις κόρες είτε πρόβαλλαν μισογυνισμό, κλειδώνοντάς τις στο σπίτι με την επιταγή να είναι φρόνιμες και σεμνές, αλλιώς «δεν είναι κόρες τους», και είναι ξετσίπωτες και φτηνές, ή δεν έδιναν και τόση σημασία στα κορίτσια, γιατί ήθελαν αγόρια, κι έτσι τις έκαναν να νιώθουν αόρατες και μη-σημαντικές.

Με αποτέλεσμα εκείνες να ξοδεύουν μια ζωή αποζητώντας την επιβεβαίωση από μη διαθέσιμους άντρες, για να καταφέρουν να διορθώσουν ένα κακό που ήδη είχε συμβεί.

Από τα αγόρια, πάλι, απαιτούσαν να είναι ακριβώς όπως οι ίδιοι, ή όπως ήθελαν να είναι οι ίδιοι. Γιατί συχνά τους περιφρονούσαν επειδή ήταν όντως όπως οι ίδιοι, όταν ήταν μικρά και αδύναμα παιδάκια, και άρα άξιζαν το bullying και την περιφρόνηση. Και πρόβαλλαν πάνω τους κάθε έλλειμμα, κάθε ανασφάλεια και προσδοκία από τους δικούς τους πατεράδες, ασκώντας εξουσία, σε μια αιώνια αλυσίδα πίκρας, με το διαγενεακό τραύμα να πηγαίνει πίσω για πάντα. Γιατί κι εκείνοι άλλωστε, αυτό έμαθαν από τους δικούς τους πατεράδες.

Πατεράδες που δεν έμαθαν ποτέ στα αγόρια τους πώς να επικοινωνούν, πώς να δείχνουν ευαλωτότητα, πώς να συνδέονται, να σχετίζονται, να αγαπούν. Δεν ήξεραν, δεν μπορούσαν, δεν ήθελαν. Γιατί έτσι, δεν θα ήταν αρκετά άντρες.

Πατεράδες που δεν τα πρόσφεραν ποτέ αυτά ούτε στις γυναίκες τους, με αποτέλεσμα οι μανάδες να τα ψάχνουν από τους γιους τους, και να τους πνίγουν. 

Για αυτούς τους πατεράδες, το να μάθουν στους γιους τους να μην αισθάνονται, ήταν η μόνη προστασία που μπορούσαν να τους προσφέρουν. Με αποτέλεσμα, οι γιοι να ξοδεύουν μια ζωή προσπαθώντας να αποδείξουν ότι αξίζουν να αγαπηθούν κι ότι είναι αρκετοί, μέσα από το κυνήγι της επιτυχίας. Το performance. Γιατί το «μπράβο» και η αποδοχή ήταν μόνο μετά από νίκη σε αγώνα, σε εξετάσεις ή σε ξύλο. Σε οτιδήποτε υπήρχε χαμένος και νικητής. Αν γίνω πετυχημένος, θα αποδείξω ότι αξίζω να αγαπηθώ και θα είμαι ευτυχισμένος. Έτσι τα αγόρια γίνονται άντρες.

Οι έρευνες δείχνουν ότι τα αγόρια είχαν και έχουν τεράστια ανάγκη από ανδρικά πρότυπα για να καταλάβουν τον κόσμο και να μάθουν πώς να ανήκουν σ’ αυτόν. Δεν είναι παράξενο που οι άντρες μένουν πίσω στις σχέσεις, όταν μεγάλωσαν με τέτοια πρότυπα.

Δεν είναι παράξενο και που ψάχνουν οποιοδήποτε ανδρικό πρότυπο για να πιαστούν, οποιονδήποτε τους ακούει, δείχνει κατανόηση στα προβλήματά τους και τους δίνει σημασία. Ακόμα κι αν τους βλάπτει. Το έχουν τόση ανάγκη. Αφού μόνο αυτοί μιλάνε στους άντρες. Και προτιμούν να τους ακούν και να πιστεύουν ότι για όλα φταίνε οι γυναίκες, γιατί ο βολικός εχθρός είναι πιο ανώδυνο αφήγημα από τον τρομερά πολύπλοκο συνδυασμό του combo ψυχικό τραύμα συν υπόβαθρο κοινωνικό. Όχι, δεν φταίνε οι άντρες, ούτε φταίνε οι πατεράδες. Μακάρι το πράγμα να ήταν τόσο απλό.

Αλλά αυτή είναι η τωρινή πραγματικότητα. Καλούμαστε να σχετιστούμε με αυτούς τους άντρες, που είναι avoidant και πνίγονται από την εγγύτητα και τη δέσμευση, γιατί έπρεπε να αναπτύξουν έναν τέτοιο μηχανισμό. Πώς να έκαναν κι αλλιώς; Πώς να έκαναν κι αλλιώς, μια και κάποτε απορρίφθηκαν για τα μικρά, τρυφερά πλασματάκια που ήταν, μια και κάποτε δέχτηκαν επίκριση και χλευασμό γιατί έκλαψαν ή είχαν ανάγκη από αγκαλιά, ή έκαναν κάτι που δεν ήταν τόσο «αγορίστικο» αλλά κάτι που θα έκανε κι ένα κορίτσι, άρα κατώτερο και ντροπιαστικό;

Πώς να έκαναν κι αλλιώς, όταν η μεγαλύτερη αγάπη που δέχτηκαν ποτέ, της μάνας, μπορεί να ήταν φυλακή και κάθε φορά που τους αγαπούν να νιώθουν ότι τους κλείνουν σε κλουβί;

Μετά από αυτά, ή διάλεξαν μια ζωή στο περιθώριο της αρρενωπότητας, χωρίς αποδοχή από το πρότυπο το αντρικό, ή έμαθαν πολύ καλά, πολύ βαθιά, ότι πρέπει πάση θυσία να είναι δυνατοί, άφοβοι, άνιωθοι και απόλυτα ανεξάρτητοι, γιατί μόνο έτσι θα είναι ελεύθεροι και ασφαλείς.

Στο δικό τους βίωμα, δεν υπάρχει ασφάλεια στην εγγύτητα. Δεν μπορούν ποτέ ξανά να επιτρέψουν στον εαυτό τους να είναι ευάλωτοι, γιατί το να χαμηλώνεις άμυνες και να έρχεσαι πολύ κοντά, σημαίνει κίνδυνος. Αλλά δεν το βλέπουν έτσι συνειδητά. Μπορεί να μοιάζει με βαρεμάρα ή απέχθεια ή με σαμποτάζ. Με απότομο ghosting όταν κάποια έρχεται κοντά, με «δεν ψάχνω κάτι σοβαρό» και «το πάμε χαλαρά», με απιστία επειδή τα πράγματα παραήταν καλά ή χλευασμό προς τις «συναισθηματικές» γυναίκες που θέλουν «σύνδεση» και «σχέση» και ζητούν συντροφικότητα.

Τι τα έχουν ανάγκη αν έχουν σεξ, σωστά; (Μην ξεχνάμε, σεξ ίσον και επιβεβαίωση αρρενωπότητας και λίγο ξώφαλτση αγκαλιά). Μόνο που αυτά είναι που έχουμε όλοι ανάγκη, για να είμαστε καλά. Αλλιώς, δεν είμαστε. Σύνδεση, εγγύτητα, ασφάλεια, τρυφερότητα. Εκείνοι χρειάστηκε να ακρωτηριαστούν από την οικογένεια, το σχολείο, τη ζωή, για να μην τα αποζητούν πια.

Δεν είναι τυχαίο που οι άντρες είναι που ωφελούνται περισσότερο από τον γάμο, όχι οι γυναίκες. Έχει αποδειχτεί επιστημονικά. Οι γυναίκες μεγάλωσαν μαθαίνοντας να δημιουργούν δεσμούς και κοινότητες. Και μόνες, ζουν καλά. Κι όμως. Όλοι έχουμε χάψει το αφήγημα ότι οι γυναίκες θέλουν (και πρέπει να θέλουν) γάμο, όχι οι άντρες, κι εκείνοι πνίγονται. Πνίγονται γιατί η ιδέα να είναι ψυχικά γυμνοί δίπλα σε ένα άλλο ανθρώπινο πλάσμα, φαντάζει απειλή. Και γίνονται έρευνες και γράφονται άρθρα για την κρίση της αντρικής ταυτότητας και την επιδημία της αντρικής μοναξιάς.

Τους έχουν μάθει να μένουν μόνοι, αλλά το κόστος ποιος το πληρώνει;

Είναι υπέροχο που η έννοια της πατρότητας επιτέλους αλλάζει. Αλλά τώρα, την εποχή της μετάβασης, που υπάρχουν ακόμα ανάμεσά μας άντρες που μεγάλωσαν σ’ αυτή την κοινωνία, με τέτοιους πατεράδες, αυτοί οι άντρες καλούνται να σπάσουν τον κύκλο και να αλλάξουν τα πράγματα. Αυτό θέλει γενναιότητα. Αυτή είναι η πραγματική γενναιότητα, όχι το να είσαι δυνατός και σκληρός. Η γενναιότητα της ευαλωτότητας και της τρυφερότητας. Ένας γενναίος νέος κόσμος που κανένας άλφα μέιλ ίνφλουενσερ δεν μπορεί να φανταστεί, και η μεγαλύτερη πρόκληση για τους άντρες αυτή την εποχή. (Μαζί με τις κρίσεις, την οικονομική επισφάλεια και όλα τα άλλα). Ναι, είναι δύσκολο. Αλλά πιστεύουμε στους άντρες, και αξίζει η αλλαγή.

Share: